- εισορμώ
- (AM εἰσορμῶ, -άω)ορμώ, εισβάλλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εισορμώ — εισορμώ, εισόρμησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εισορμώ — εισόρμησα, αμτβ., ορμώ μέσα ξαφνικά και με εχθρικές διαθέσεις, εισβάλλω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσορμῶ — εἰσορμάω bring forcibly into pres imperat mp 2nd sg εἰσορμάω bring forcibly into pres subj act 1st sg (attic epic ionic) εἰσορμάω bring forcibly into pres ind act 1st sg (attic epic ionic) εἰσορμάω bring forcibly into pres subj act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκατεφάλλομαι — ἐγκατεφάλλομαι (Α) εκπηδώ, εισορμώ … Dictionary of Greek
εισέρρω — εἰσέρρω (AM) εισορμώ, ορμώ μέσα … Dictionary of Greek
εισθρώσκω — εἰσθρῴσκω (Α) πηδώ μέσα, εισορμώ … Dictionary of Greek
εισκωμάζω — εἰσκωμάζω (Α) εισέρχομαι θορυβωδώς ως θίασος κωμαζόντων, εισορμώ ξαφνικά … Dictionary of Greek
εισρέω — (AM εἰσρέω) 1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω 2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῡτος εἰσρεῑ») αρχ. μσν. εισορμώ … Dictionary of Greek
εναΐσσω — ἐναΐσσω (Α) ορμώ βίαια μέσα, εισορμώ («κἄπειτ ἐνᾴξας αὖθις ἐς δόμους πάλιν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ενεπάγομαι — ἐνεπάγομαι (Α) εισορμώ, εφορμώ … Dictionary of Greek